ἀντονομασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀντονομασίᾱ | αἱ | ἀντονομασίαι |
| γενική | τῆς | ἀντονομασίᾱς | τῶν | ἀντονομασιῶν |
| δοτική | τῇ | ἀντονομασίᾳ | ταῖς | ἀντονομασίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀντονομασίᾱν | τὰς | ἀντονομασίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀντονομασίᾱ | ἀντονομασίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντονομασίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀντονομασίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀντονομασία < (ἀντί) ἀντ- + ὀνομασία
Πηγές
- ἀντονομασία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀντονομασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.