nomen

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

nomen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁nḗh₃mn̥· συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ὄνομα, το (σανσκριτικά) नामन् (nā́man), το (τοχαρικά Α) ñom, το (χεττιτικά) 𒆷𒀀𒈠𒀭 (lāman), το (αγγλοσαξονικά) nama (αγγλικά: name)

Ουσιαστικό

nomen ουδέτερο

  1. όνομα
  2. το δεύτερο (praenomen-nomen-cognomen) από τα ονόματα ενός Ρωμαίου πολίτη
  3. ουσιαστικό

Συγγενικά

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική nomen nomină
γενική nominis nominum
δοτική nominī nominĭbus
αιτιατική nomen nomină
κλητική nomen nomină
αφαιρετική nomine nominĭbus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.