ὀνοματολόγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀνοματολόγος | τὸ | ὀνοματολόγον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὀνοματολόγου | τοῦ | ὀνοματολόγου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὀνοματολόγῳ | τῷ | ὀνοματολόγῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀνοματολόγον | τὸ | ὀνοματολόγον | ||
| κλητική ὦ! | ὀνοματολόγε | ὀνοματολόγον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὀνοματολόγοι | τὰ | ὀνοματολόγᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὀνοματολόγων | τῶν | ὀνοματολόγων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὀνοματολόγοις | τοῖς | ὀνοματολόγοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὀνοματολόγους | τὰ | ὀνοματολόγᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὀνοματολόγοι | ὀνοματολόγᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνοματολόγω | τὼ | ὀνοματολόγω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀνοματολόγοιν | τοῖν | ὀνοματολόγοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὀνοματολόγος < αρχαία ελληνική ὄνομα + λέγω
Επίθετο
ὀνομᾰτολόγος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που μαζεύει / συγκεντρώνει λέξεις
- (ελληνιστική κοινή) που αναγγέλλει τα ονόματα ανθρώπων
Πηγές
- ὀνοματολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀνοματολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.