κατονομάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατονομάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατονομάζω (δίνω όνομα) < κατ- + ὀνομάζω, (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dénommer) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.to.noˈma.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατονομάζω

Ρήμα

κατονομάζω, αόρ.: κατονόμασα, παθ.φωνή: κατονομάζομαι, π.αόρ.: κατονομάστηκα, μτχ.π.π.: κατονομασμένος

  1. λέω το όνομα κάποιου αναφερόμενος σ’ αυτόν
  2. (κατ’ επέκταση) φανερώνω, αποκαλύπτω, καταγγέλλω κάποιον ονομάζοντάς τον

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κατά, ονομάζω και όνομα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κατονομάζω < κατ- + ὀνομάζω

Ρήμα

κατονομάζω

Συγγενικά

  • ἀκατονόμαστος
  • ἀκατονομάστως
  • κατονομασία, κατονομαξία
  • κατανόμαστος
  • προκατονομάζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.