παρονομάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρονομάζω < ελληνιστική κοινή παρονομάζω[1] < αρχαία ελληνική παρά + ὀνομάζω < ὄνομα
Ρήμα
παρονομάζω (παθητική φωνή: παρονομάζομαι)
- δίνω σε κάποιον παρανόμι / παρωνύμιο ή τον φωνάζω / καλώ μ’ αυτό, του δίνω παρατσούκλι, του παραλλάσσω το όνομα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρονομάζω | παρονόμαζα | θα παρονομάζω | να παρονομάζω | παρονομάζοντας | |
| β' ενικ. | παρονομάζεις | παρονόμαζες | θα παρονομάζεις | να παρονομάζεις | παρονόμαζε | |
| γ' ενικ. | παρονομάζει | παρονόμαζε | θα παρονομάζει | να παρονομάζει | ||
| α' πληθ. | παρονομάζουμε | παρονομάζαμε | θα παρονομάζουμε | να παρονομάζουμε | ||
| β' πληθ. | παρονομάζετε | παρονομάζατε | θα παρονομάζετε | να παρονομάζετε | παρονομάζετε | |
| γ' πληθ. | παρονομάζουν(ε) | παρονόμαζαν παρονομάζαν(ε) |
θα παρονομάζουν(ε) | να παρονομάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρονόμασα | θα παρονομάσω | να παρονομάσω | παρονομάσει | ||
| β' ενικ. | παρονόμασες | θα παρονομάσεις | να παρονομάσεις | παρονόμασε | ||
| γ' ενικ. | παρονόμασε | θα παρονομάσει | να παρονομάσει | |||
| α' πληθ. | παρονομάσαμε | θα παρονομάσουμε | να παρονομάσουμε | |||
| β' πληθ. | παρονομάσατε | θα παρονομάσετε | να παρονομάσετε | παρονομάστε | ||
| γ' πληθ. | παρονόμασαν παρονομάσαν(ε) |
θα παρονομάσουν(ε) | να παρονομάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παρονομάσει | είχα παρονομάσει | θα έχω παρονομάσει | να έχω παρονομάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παρονομάσει | είχες παρονομάσει | θα έχεις παρονομάσει | να έχεις παρονομάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παρονομάσει | είχε παρονομάσει | θα έχει παρονομάσει | να έχει παρονομάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρονομάσει | είχαμε παρονομάσει | θα έχουμε παρονομάσει | να έχουμε παρονομάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παρονομάσει | είχατε παρονομάσει | θα έχετε παρονομάσει | να έχετε παρονομάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρονομάσει | είχαν παρονομάσει | θα έχουν παρονομάσει | να έχουν παρονομάσει |
| |
Μεταφράσεις
- παρονομάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.