προσονομάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσονομάζω < αρχαία ελληνική προσονομάζω < πρός + ὀνομάζω < ὄνομα
Ρήμα
προσονομάζω (παθητική φωνή: προσονομάζομαι)
Συγγενικά
- προσονομασία
- προσονομασμένος
- → δείτε τις λέξεις προς, ονομάζω και όνομα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσονομάζω | προσονόμαζα | θα προσονομάζω | να προσονομάζω | προσονομάζοντας | |
| β' ενικ. | προσονομάζεις | προσονόμαζες | θα προσονομάζεις | να προσονομάζεις | προσονόμαζε | |
| γ' ενικ. | προσονομάζει | προσονόμαζε | θα προσονομάζει | να προσονομάζει | ||
| α' πληθ. | προσονομάζουμε | προσονομάζαμε | θα προσονομάζουμε | να προσονομάζουμε | ||
| β' πληθ. | προσονομάζετε | προσονομάζατε | θα προσονομάζετε | να προσονομάζετε | προσονομάζετε | |
| γ' πληθ. | προσονομάζουν(ε) | προσονόμαζαν προσονομάζαν(ε) |
θα προσονομάζουν(ε) | να προσονομάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσονόμασα | θα προσονομάσω | να προσονομάσω | προσονομάσει | ||
| β' ενικ. | προσονόμασες | θα προσονομάσεις | να προσονομάσεις | προσονόμασε | ||
| γ' ενικ. | προσονόμασε | θα προσονομάσει | να προσονομάσει | |||
| α' πληθ. | προσονομάσαμε | θα προσονομάσουμε | να προσονομάσουμε | |||
| β' πληθ. | προσονομάσατε | θα προσονομάσετε | να προσονομάσετε | προσονομάστε | ||
| γ' πληθ. | προσονόμασαν προσονομάσαν(ε) |
θα προσονομάσουν(ε) | να προσονομάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσονομάσει | είχα προσονομάσει | θα έχω προσονομάσει | να έχω προσονομάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσονομάσει | είχες προσονομάσει | θα έχεις προσονομάσει | να έχεις προσονομάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσονομάσει | είχε προσονομάσει | θα έχει προσονομάσει | να έχει προσονομάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσονομάσει | είχαμε προσονομάσει | θα έχουμε προσονομάσει | να έχουμε προσονομάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσονομάσει | είχατε προσονομάσει | θα έχετε προσονομάσει | να έχετε προσονομάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσονομάσει | είχαν προσονομάσει | θα έχουν προσονομάσει | να έχουν προσονομάσει |
| |
Μεταφράσεις
προσονομάζω
|
|
Πηγές
- προσονομάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.