horizon

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
horizon horizons

Ουσιαστικό

horizon (en)

  1. (μόνο ενικός) ο ορίζοντας, η νοητή γραμμή που χωρίζει τον ουρανό από τη γη στο οπτικό πεδίο του παρατηρητή
    We could see a glow on the horizon.
    Βλέπαμε στον ορίζοντα μια ανταύγεια.
    Do you see that ship on the horizon?
    Βλέπεις αυτό το πλοίο στο βάθος του ορίζοντα;
  2. ο ορίζοντας, τα όρια των επιθυμιών, των γνώσεων ή των ενδιαφερόντων κάποιου
    The television opened new horizons in information.
    Η τηλεόραση άνοιξε νέους ορίζοντες στην πληροφόρηση.

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
horizon horizons

horizon (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.