συγκλίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγκλίνω < αρχαία ελληνική συγκλίνω < συν- + κλίνω

Ρήμα

συγκλίνω

  1. τείνω να συναντηθώ με κάποιον ή κάτι σε ένα σημείο ή μια γραμμή
  2. (μεταφορικά) τείνω προς κοινό συμπέρασμα ή αποτέλεσμα (π.χ. στο θέμα αυτό οι απόψεις μας συγκλίνουν)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.