συγκλίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγκλίνω < αρχαία ελληνική συγκλίνω < συν- + κλίνω
Ρήμα
συγκλίνω
- τείνω να συναντηθώ με κάποιον ή κάτι σε ένα σημείο ή μια γραμμή
- (μεταφορικά) τείνω προς κοινό συμπέρασμα ή αποτέλεσμα (π.χ. στο θέμα αυτό οι απόψεις μας συγκλίνουν)
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.