limit
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | limit |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | limits |
| αόριστος | limited |
| παθητική μετοχή | limited |
| ενεργητική μετοχή | limiting |
limit (en)
- περιορίζω, σταματώ κάτι να αυξάνεται πέρα από ένα συγκεκριμένο ποσό ή επίπεδο
- περιορίζομαι ή περιορίζω κάποιον σε ένα συγκεκριμένο ποσό ή αριθμό κάτι
- ↪ Limit smoking as much as you can/eating too much.
- Περιόρισε όσο μπορείς το κάπνισμα/το πολύ φαγητό.
- ↪ He limited himself to 5 cigarettes a day.
- Περιορίστηκε σε 5 τσιγάρα την ημέρα.
- ↪ Limit smoking as much as you can/eating too much.
- (μαθηματικά) έχω ως όριο
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Συγγενικά
- limitować
- limitowanie
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.