ὅριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὅριον < ὅρoς

Ουσιαστικό

ὅριον ουδέτερο

  1. το άκρο της επικράτειας ή της ακίνητης περιουσίας ή το τέλος μιας εδαφικής έκτασης
    ὁ δ΄ ἐπειδὴ ἐπὶ τοῖς ὁρίοις ἐγένετο καὶ ἔμελλε διαλύσεσθαι (Θουκυδ. Β΄, 12.3)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.