οριοθετώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οριοθετώ < (ελληνιστική κοινή) ὁριοθετῶ

Ρήμα

οριοθετώ

  1. προσδιορίζω τα όρια ενός πράγματος
    το Διεθνές Δικαστήριο θα οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα
    τα υπουργεία Οικονομικών και Οικονομίας καλούνται να οριοθετήσουν τις αρμοδιότητές τους

Ταυτόσημο

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.