οριοθέτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οριοθέτηση οι οριοθετήσεις
      γενική της οριοθέτησης* των οριοθετήσεων
    αιτιατική την οριοθέτηση τις οριοθετήσεις
     κλητική οριοθέτηση οριοθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οριοθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οριοθέτηση < οριοθετώ + -ση

Ουσιαστικό

οριοθέτηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.