borne
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| borne | bornes |
borne (fr) θηλυκό
- στήλη που δείχνει το όριο μιας περιοχής, ενός αγρού
- μικρή τσιμεντένια ή πέτρινη στήλη που χρησιμοποιείται σαν εμπόδιο στην είσοδο σε κάτι ή για να περιβάλει μια περιοχή
- συσκευή επικοινωνίας σε δημόσιο χώρο
- (στον πληθυντικό) σύνορα
- (μαθηματικά) η χαμηλότερη ή υψηλότερη τιμή μιας μεταβλητής
- borne inférieure, borne supérieure - χαμηλότερη τιμή, υψηλότερη τιμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.