borne

Αγγλικά (en)

Ρηματικός τύπος

borne (en)


Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
borne bornes

borne (fr) θηλυκό

  1. στήλη που δείχνει το όριο μιας περιοχής, ενός αγρού
     συνώνυμα: limite, terme
  2. μικρή τσιμεντένια ή πέτρινη στήλη που χρησιμοποιείται σαν εμπόδιο στην είσοδο σε κάτι ή για να περιβάλει μια περιοχή
  3. συσκευή επικοινωνίας σε δημόσιο χώρο
  4. (στον πληθυντικό) σύνορα
  5. (μαθηματικά) η χαμηλότερη ή υψηλότερη τιμή μιας μεταβλητής
    borne inférieure, borne supérieure - χαμηλότερη τιμή, υψηλότερη τιμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.