όνειρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όνειρο τα όνειρα
& ονείρατα
      γενική του ονείρου
& όνειρου
των ονείρων
    αιτιατική το όνειρο τα όνειρα
& ονείρατα
     κλητική όνειρο όνειρα
& ονείρατα
Παράρτημα:Ανώμαλα διπλοκατάληκτα
Και πληθυντικός ονείρατα (λογοτεχνία).
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όνειρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὄνειρον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ni.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όνειρο

Επίρρημα

όνειρο

Ουσιαστικό

όνειρο ουδέτερο (πληθυντικός όνειρα & λογοτεχνικό ονείρατα)

  1. διαδοχή παραστάσεων, συναισθημάτων και αισθημάτων που εμφανίζονται στο νου κατά τη διάρκεια του ύπνου
     συνώνυμα: ενύπνιο (λόγιο)
  2. μία σημαντική για κάποιον επιδίωξη
    το όνειρό μου είναι να κάνω κάποτε το γύρο του κόσμου
  3. στόχος απραγματοποίητος. άπιαστος, δημιούργημα της φαντασίας, πλάνη
    σταμάτα τα όνειρα και κοίτα να προσγειωθείς στην πραγματικότητα
  4. χαρακτηρισμός για κάτι πολύ ωραίο
    το ταξίδι στη Βενετία ήταν όνειρο

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.