ονειρώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ονειρώδης η ονειρώδης το ονειρώδες
      γενική του ονειρώδους της ονειρώδους του ονειρώδους
    αιτιατική τον ονειρώδη την ονειρώδη το ονειρώδες
     κλητική ονειρώδη(ς) ονειρώδης ονειρώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ονειρώδεις οι ονειρώδεις τα ονειρώδη
      γενική των ονειρωδών των ονειρωδών των ονειρωδών
    αιτιατική τους ονειρώδεις τις ονειρώδεις τα ονειρώδη
     κλητική ονειρώδεις ονειρώδεις ονειρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ονειρώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνειρώδης (που μοιάζει με όνειρο). Πιθανόν και σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική traumhaft[1] Συγχρονικά αναλύεται σε όνειρ(ο) + -ώδης

Προφορά

ΔΦΑ : /o.niˈɾo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ονειρώδης

Επίθετο

ονειρώδης, -ης, -ες

Συνώνυμα

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.