ανονείρευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανονείρευτος η ανονείρευτη το ανονείρευτο
      γενική του ανονείρευτου της ανονείρευτης του ανονείρευτου
    αιτιατική τον ανονείρευτο την ανονείρευτη το ανονείρευτο
     κλητική ανονείρευτε ανονείρευτη ανονείρευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανονείρευτοι οι ανονείρευτες τα ανονείρευτα
      γενική των ανονείρευτων των ανονείρευτων των ανονείρευτων
    αιτιατική τους ανονείρευτους τις ανονείρευτες τα ανονείρευτα
     κλητική ανονείρευτοι ανονείρευτες ανονείρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανονείρευτος < αν- + ονειρεύομαι + -τος

Επίθετο

ανονείρευτος, -η, -ο

  1. που δεν εμφανίζει όνειρα
     συνώνυμα: ανόνειρος
  2. που δεν τον έχουμε ονειρευτεί, που δεν τον έχουμε ελπίσει
     συνώνυμα: ανέλπιστος, απροσδόκητος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.