ανονείρευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανονείρευτος | η | ανονείρευτη | το | ανονείρευτο |
| γενική | του | ανονείρευτου | της | ανονείρευτης | του | ανονείρευτου |
| αιτιατική | τον | ανονείρευτο | την | ανονείρευτη | το | ανονείρευτο |
| κλητική | ανονείρευτε | ανονείρευτη | ανονείρευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανονείρευτοι | οι | ανονείρευτες | τα | ανονείρευτα |
| γενική | των | ανονείρευτων | των | ανονείρευτων | των | ανονείρευτων |
| αιτιατική | τους | ανονείρευτους | τις | ανονείρευτες | τα | ανονείρευτα |
| κλητική | ανονείρευτοι | ανονείρευτες | ανονείρευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανονείρευτος < αν- + ονειρεύομαι + -τος
Επίθετο
ανονείρευτος, -η, -ο
- που δεν εμφανίζει όνειρα
- ≈ συνώνυμα: ανόνειρος
- που δεν τον έχουμε ονειρευτεί, που δεν τον έχουμε ελπίσει
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ονειρεύομαι και όνειρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.