ονειροπολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ονειροπολώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀνειροπολέω / ὀνειροπολῶ < ὀνειροπόλος < ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rêver[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ni.ɾo.poˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐νει‐ρο‐πο‐λώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ονειροπολώ | ονειροπολούσα | θα ονειροπολώ | να ονειροπολώ | ονειροπολώντας | |
| β' ενικ. | ονειροπολείς | ονειροπολούσες | θα ονειροπολείς | να ονειροπολείς | (ονειροπόλει) | |
| γ' ενικ. | ονειροπολεί | ονειροπολούσε | θα ονειροπολεί | να ονειροπολεί | ||
| α' πληθ. | ονειροπολούμε | ονειροπολούσαμε | θα ονειροπολούμε | να ονειροπολούμε | ||
| β' πληθ. | ονειροπολείτε | ονειροπολούσατε | θα ονειροπολείτε | να ονειροπολείτε | ονειροπολείτε | |
| γ' πληθ. | ονειροπολούν(ε) | ονειροπολούσαν(ε) | θα ονειροπολούν(ε) | να ονειροπολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ονειροπόλησα | θα ονειροπολήσω | να ονειροπολήσω | ονειροπολήσει | ||
| β' ενικ. | ονειροπόλησες | θα ονειροπολήσεις | να ονειροπολήσεις | ονειροπόλησε | ||
| γ' ενικ. | ονειροπόλησε | θα ονειροπολήσει | να ονειροπολήσει | |||
| α' πληθ. | ονειροπολήσαμε | θα ονειροπολήσουμε | να ονειροπολήσουμε | |||
| β' πληθ. | ονειροπολήσατε | θα ονειροπολήσετε | να ονειροπολήσετε | ονειροπολήστε | ||
| γ' πληθ. | ονειροπόλησαν ονειροπολήσαν(ε) |
θα ονειροπολήσουν(ε) | να ονειροπολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ονειροπολήσει | είχα ονειροπολήσει | θα έχω ονειροπολήσει | να έχω ονειροπολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ονειροπολήσει | είχες ονειροπολήσει | θα έχεις ονειροπολήσει | να έχεις ονειροπολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ονειροπολήσει | είχε ονειροπολήσει | θα έχει ονειροπολήσει | να έχει ονειροπολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ονειροπολήσει | είχαμε ονειροπολήσει | θα έχουμε ονειροπολήσει | να έχουμε ονειροπολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ονειροπολήσει | είχατε ονειροπολήσει | θα έχετε ονειροπολήσει | να έχετε ονειροπολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ονειροπολήσει | είχαν ονειροπολήσει | θα έχουν ονειροπολήσει | να έχουν ονειροπολήσει |
| |
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ονειροπόλος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ονειροπολώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.