ονειροπολώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ονειροπολώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀνειροπολέω / ὀνειροπολῶ < ὀνειροπόλος < ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rêver[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ni.ɾo.poˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ονειροπολώ

Ρήμα

ονειροπολώ

Κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.