ονειροπαρμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ονειροπαρμένος η ονειροπαρμένη το ονειροπαρμένο
      γενική του ονειροπαρμένου της ονειροπαρμένης του ονειροπαρμένου
    αιτιατική τον ονειροπαρμένο την ονειροπαρμένη το ονειροπαρμένο
     κλητική ονειροπαρμένε ονειροπαρμένη ονειροπαρμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ονειροπαρμένοι οι ονειροπαρμένες τα ονειροπαρμένα
      γενική των ονειροπαρμένων των ονειροπαρμένων των ονειροπαρμένων
    αιτιατική τους ονειροπαρμένους τις ονειροπαρμένες τα ονειροπαρμένα
     κλητική ονειροπαρμένοι ονειροπαρμένες ονειροπαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ονειροπαρμένος < όνειρ(ο) + -ο- + μετοχή παρμένος

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ni.ɾo.paɾˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ονειροπαρμένος

Μετοχή

ονειροπαρμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.