εφιάλτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εφιάλτης | οι | εφιάλτες |
| γενική | του | εφιάλτη | των | εφιαλτών |
| αιτιατική | τον | εφιάλτη | τους | εφιάλτες |
| κλητική | εφιάλτη | εφιάλτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εφιάλτης < αρχαία ελληνική ἐφιάλτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.fiˈal.tis/
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εφιάλτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.