ὄνειρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὄνειρον τὰ ὄνειρ
      γενική τοῦ ὀνείρου τῶν ὀνείρων
      δοτική τῷ ὀνείρ τοῖς ὀνείροις
    αιτιατική τὸ ὄνειρον τὰ ὄνειρ
     κλητική ! ὄνειρον ὄνειρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀνείρω
γεν-δοτ τοῖν  ὀνείροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Επιπλέον τύποι στον πληθυντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ ὀνείρᾰτ
      γενική τῶν ὀνειρᾰ́των
      δοτική τοῖς ὀνείρᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὰ ὀνείρᾰτ
     κλητική ! ὀνείρᾰτ

Ετυμολογία

ὄνειρον <  δείτε τη λέξη ὄνειρος

Ουσιαστικό

ὄνειρον ουδέτερο

Σημειώσεις

  • Με επιπλέον τύπους στον πληθυντικό, σαν σε υποθετικό ενικό *ὄνειραρ
    δείτε και το νεοελληνικό ονείρατα

Συγγενικά

  •  δείτε και τη λέξη ὄναρ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.