ονειρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ονειρεύομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀνειρεύομαι < ὄνειρ(ο) + -εύομαι < αρχαία ελληνική ὄνειρος < ὄναρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.niˈɾe.vo.me/
Ρήμα
ονειρεύομαι (αποθετικό ρήμα) , πρτ.: ονειρευόμουν(α), στ.μέλλ.: θα ονειρευτώ, αόρ.: ονειρεύτηκα, μτχ.π.π.: ονειρεμένος (αποθετικό ρήμα)
- (αμετάβατο) βλέπω όνειρα ενώ κοιμάμαι
- (μεταβατικό) βλέπω κάτι ή κάποιον σε όνειρο
- χτες ονειρεύτηκα τον παππού μου
- ονειρεύτηκα ότι είχα πάει σε ένα εξωτικό νησί
- (μεταφορικά) επιθυμώ κάτι πολύ ωραίο για το μέλλον
- ονειρεύομαι μια δική μου δουλειά που θα με γλιτώσει από το άγχος για το μεροκάματο
- ονειροπολώ
Συγγενικά
- ανονείρευτος
- νείρομαι (δημοτική, λογοτεχνία)
- ονειροβατώ
- ονειροπολώ
- → και δείτε τη λέξη όνειρο
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ονειρεύομαι | ονειρευόμουν(α) | θα ονειρεύομαι | να ονειρεύομαι | ||
| β' ενικ. | ονειρεύεσαι | ονειρευόσουν(α) | θα ονειρεύεσαι | να ονειρεύεσαι | (ονειρεύου) | |
| γ' ενικ. | ονειρεύεται | ονειρευόταν(ε) | θα ονειρεύεται | να ονειρεύεται | ||
| α' πληθ. | ονειρευόμαστε | ονειρευόμαστε ονειρευόμασταν |
θα ονειρευόμαστε | να ονειρευόμαστε | ||
| β' πληθ. | ονειρεύεστε | ονειρευόσαστε ονειρευόσασταν |
θα ονειρεύεστε | να ονειρεύεστε | (ονειρεύεστε) | |
| γ' πληθ. | ονειρεύονται | ονειρεύονταν ονειρευόντουσαν |
θα ονειρεύονται | να ονειρεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ονειρεύτηκα | θα ονειρευτώ | να ονειρευτώ | ονειρευτεί | ||
| β' ενικ. | ονειρεύτηκες | θα ονειρευτείς | να ονειρευτείς | ονειρέψου | ||
| γ' ενικ. | ονειρεύτηκε | θα ονειρευτεί | να ονειρευτεί | |||
| α' πληθ. | ονειρευτήκαμε | θα ονειρευτούμε | να ονειρευτούμε | |||
| β' πληθ. | ονειρευτήκατε | θα ονειρευτείτε | να ονειρευτείτε | ονειρευτείτε | ||
| γ' πληθ. | ονειρεύτηκαν ονειρευτήκαν(ε) |
θα ονειρευτούν(ε) | να ονειρευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ονειρευτεί | είχα ονειρευτεί | θα έχω ονειρευτεί | να έχω ονειρευτεί | ονειρεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ονειρευτεί | είχες ονειρευτεί | θα έχεις ονειρευτεί | να έχεις ονειρευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ονειρευτεί | είχε ονειρευτεί | θα έχει ονειρευτεί | να έχει ονειρευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ονειρευτεί | είχαμε ονειρευτεί | θα έχουμε ονειρευτεί | να έχουμε ονειρευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ονειρευτεί | είχατε ονειρευτεί | θα έχετε ονειρευτεί | να έχετε ονειρευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ονειρευτεί | είχαν ονειρευτεί | θα έχουν ονειρευτεί | να έχουν ονειρευτεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.