ονειρεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ονειρεύομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀνειρεύομαι < ὄνειρ(ο) + -εύομαι < αρχαία ελληνική ὄνειρος < ὄναρ

Προφορά

ΔΦΑ : /o.niˈɾe.vo.me/

Ρήμα

ονειρεύομαι (αποθετικό ρήμα) , πρτ.: ονειρευόμουν(α), στ.μέλλ.: θα ονειρευτώ, αόρ.: ονειρεύτηκα, μτχ.π.π.: ονειρεμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. (αμετάβατο) βλέπω όνειρα ενώ κοιμάμαι
  2. (μεταβατικό) βλέπω κάτι ή κάποιον σε όνειρο
    χτες ονειρεύτηκα τον παππού μου
    ονειρεύτηκα ότι είχα πάει σε ένα εξωτικό νησί
  3. (μεταφορικά) επιθυμώ κάτι πολύ ωραίο για το μέλλον
    ονειρεύομαι μια δική μου δουλειά που θα με γλιτώσει από το άγχος για το μεροκάματο
  4. ονειροπολώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.