χρῶμαι

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρῶμαι < χρήομαι < χράω

Ρήμα

Αρχικοί Χρόνοι
Ενεστώτας χρῶμαι
Παρατατικός ἐχρώμην
Μέλλοντας χρήσομαι
Αόριστος ἐχρησάμην
Παρακείμενος κέχρημαι
Υπερσυντέλικος ἐκεχρήμην

χρῶμαι

  1. κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι, κατέχω
  2. κυβερνώ
  3. δοκιμάζω
  4. εκμεταλλεύομαι
  5. αξιοποιώ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.