χρῶμαι
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
| Ενεστώτας | χρῶμαι |
|---|---|
| Παρατατικός | ἐχρώμην |
| Μέλλοντας | χρήσομαι |
| Αόριστος | ἐχρησάμην |
| Παρακείμενος | κέχρημαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐκεχρήμην |
χρῶμαι
- κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι, κατέχω
- κυβερνώ
- δοκιμάζω
- εκμεταλλεύομαι
- αξιοποιώ
Πηγές
- χρῶμαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρῶμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.