χρῆσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
χρῆσις -ήσεως θηλυκό
- χρήση, μεταχείριση
- χρησιμότητα, πλεονέκτημα
- στενή σχέση, ερωτική επαφή
- συνήθεια
- χρησμός, απόκριση μαντείου
- δάνειο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.