χρῆσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρῆσις < χράομαι ή χρήσιμος

Ουσιαστικό

χρῆσις -ήσεως θηλυκό

  1. χρήση, μεταχείριση
  2. χρησιμότητα, πλεονέκτημα
  3. στενή σχέση, ερωτική επαφή
  4. συνήθεια
  5. χρησμός, απόκριση μαντείου
  6. δάνειο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.