χαμαιτυπείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαμαιτυπείο | τα | χαμαιτυπεία |
| γενική | του | χαμαιτυπείου | των | χαμαιτυπείων |
| αιτιατική | το | χαμαιτυπείο | τα | χαμαιτυπεία |
| κλητική | χαμαιτυπείο | χαμαιτυπεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαμαιτυπείο < (ελληνιστική κοινή) χαμαιτυπεῖον < χαμαιτύπη (=πόρνη) < αρχαία ελληνική χαμαί + τυπή / τύπτω (επειδή οι πόρνες φορούσαν σανδάλια με ανάγλυφο πάτο, από τον οποίο γράφονταν στο χώμα "ΕΠΟΥ" δηλαδή "ακολούθα")
Ουσιαστικό
χαμαιτυπείο ουδέτερο
- (λόγιο) πορνείο, οίκος ανοχής, μπουρδέλο
- (συνεκδοχικά) στέκι παράνομων ή ανήθικων ατόμων
- (μεταφορικά) μειωτικός χαρακτηρισμός ομάδας ή συλλόγου ατόμων ως ανήθικης
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.