κερχανάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κερχανάς | οι | κερχανάδες |
| γενική | του | κερχανά | των | κερχανάδων |
| αιτιατική | τον | κερχανά | τους | κερχανάδες |
| κλητική | κερχανά | κερχανάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κερχανάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kerhane < περσική كارخانه (kārxāna, "εργοστάσιο") από كار kār, "εργασία" + خانه xāna "οίκος", "κατοικία"
Ουσιαστικό
κερχανάς αρσενικό
- (παρωχημένο) (κρητικά) εργαστήριο, κατάστημα
- (παρωχημένο) (αργκό) οίκος ανοχής, πορνείο
- (κρητικά) ελαιοτριβείο
- (κρητικά) (για άνθρωπο) χαμερπής
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κερχανάς
|
Πηγές
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.