πορνόσπιτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορνόσπιτο τα πορνόσπιτα
      γενική του πορνόσπιτου των πορνόσπιτων
    αιτιατική το πορνόσπιτο τα πορνόσπιτα
     κλητική πορνόσπιτο πορνόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορνόσπιτο < πόρνη + -ο- + σπίτι + -ο

Ουσιαστικό

πορνόσπιτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.