χαμαιτυπεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χαμαιτυπεῖον τὰ χαμαιτυπεῖ
      γενική τοῦ χαμαιτυπείου τῶν χαμαιτυπείων
      δοτική τῷ χαμαιτυπεί τοῖς χαμαιτυπείοις
    αιτιατική τὸ χαμαιτυπεῖον τὰ χαμαιτυπεῖ
     κλητική ! χαμαιτυπεῖον χαμαιτυπεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαμαιτυπείω
γεν-δοτ τοῖν  χαμαιτυπείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμαιτυπεῖον (ελληνιστική κοινή) < χαμαιτύπ(η) + -εῖον

Ουσιαστικό

χαμαιτυπεῖον (χᾰμαιτῠπεῖον) ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • χαμαιτυπέω
  • χαμαιτύπη
  • χαμαιτυπής
  • χαμαιτυπία
  • χαμαιτυπικός
  • χαμαιτυπίς
  • χαμαίτυπος
  • χαμαιτύπος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.