οίκος ανοχής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οίκος ανοχής | οι | οίκοι ανοχής |
| γενική | του | οίκου ανοχής | των | οίκων ανοχής |
| αιτιατική | τον | οίκο ανοχής | τους | οίκους ανοχής |
| κλητική | οίκε ανοχής | οίκοι ανοχής | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οίκος ανοχής: → δείτε τις λέξεις οίκος και ανοχή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική maison de tolérance)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.kos a.noˈçis/
Συνώνυμα
- επίσης: κακόφημος οίκος, οίκος απωλείας, οίκος διαφθοράς[1]
Μεταφράσεις
οίκος ανοχής
|
Αναφορές
- Ηλίας Πετρόπουλος (²1980), Το μπουρδέλο. Αθήνα: Γράμματα, σελ. 9.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.