πουταναριό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πουταναριό | τα | πουταναριά |
| γενική | του | πουταναριού | των | πουταναριών |
| αιτιατική | το | πουταναριό | τα | πουταναριά |
| κλητική | πουταναριό | πουταναριά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pu.ta.naɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐τα‐να‐ριό
Ουσιαστικό
πουταναριό ουδέτερο
Μεταφράσεις
πουταναριό
|
|
Πηγές
- πουταναριό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πουταναριό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.