στέκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στέκι τα στέκια
      γενική του στεκιού των στεκιών
    αιτιατική το στέκι τα στέκια
     κλητική στέκι στέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στέκι < ουσιαστικοποιημένο στέκει (γ' πρόσωπο του στέκω) ορθογραφημένο κατά τα ουδέτερα σε ι [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈste.ci/

Ουσιαστικό

στέκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

στέκι < αγγλικά steak + και απλοποίηση της αγγλικής προφοράς

Ουσιαστικό

στέκι ουδέτερο

  • (ελληνοαμερικανικά) η μπριζόλα
    Είχε εστιατόριο κι έψηνε στέκια.

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.