bordel
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- bordel < φραγγική borda
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
bordel (fr) αρσενικό
- το μπορντέλο, το μπουρδέλο, ο οίκος ανοχής, το πορνείο, το χαμαιτυπείο
- ≈ συνώνυμα: boxon, lupanar, maison close
- (μεταφορικά, οικείο) η ακαταστασία
- Mais quel bordel dans cette chambre ! - Μα τί ακαταστασία έχει αυτό το δωμάτιο !
- Il a mis le bordel dans sa chambre. - Τα έκανε όλα άνω κάτω στο δωμάτιό του.
- Range ton bordel ! - Συμμάζεψε τα πράγματά σου !
- Quel bordel ! - Τι ακαταστασία! (λέγεται επίσης για πολύπλοκες, μπερδεμένες καταστάσεις, για μποτιλιαρίσματα, κ.α.)
- (λέγεται σαν βρισιά) γαμώ το
- Bordel ! - Bordel de merde !
- η φασαρία, η βαβούρα, ο θόρυβος
- Ils ont fait du bordel pendant tout le cours. - Έκαναν φασαρία κατά τη διάρκεια όλου του μαθήματος.
Συγγενικά
- bordélique
Πορτογαλικά (pt)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.