χαλεπός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλεπός η χαλεπή το χαλεπό
      γενική του χαλεπού της χαλεπής του χαλεπού
    αιτιατική τον χαλεπό τη χαλεπή το χαλεπό
     κλητική χαλεπέ χαλεπή χαλεπό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλεποί οι χαλεπές τα χαλεπά
      γενική των χαλεπών των χαλεπών των χαλεπών
    αιτιατική τους χαλεπούς τις χαλεπές τα χαλεπά
     κλητική χαλεποί χαλεπές χαλεπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαλεπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαλεπός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.leˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλεπός

Επίθετο

χαλεπός

  1. δύσκολος, επίπονος
  2. δυσάρεστος, επαχθής

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

χαλεπός < άγνωστης ετυμολογίας [1] Ίσως προελληνική

Επίθετο

χαλεπός, -ή, -όν, συγκριτικός: χαλεπώτερος, υπερθετικός:  χαλεπώτατος

  1. ο δύσκολος και περίπλοκος κατά τον ορισμό του Πλάτωνα και του Σιμωνίδη
    ἀλλ᾽ ἐγώ εὖ οἶδ᾽ ὅτι καί Σιμωνίδης τό χαλεπὸν ἔλεγεν ὅπερ ἡμεῖς οἱ ἄλλοι, οὐ τό κακόν, ἀλλ᾽ "ὃ ἂν μή ῥᾴδιον ᾖ ἀλλά διά πολλῶν πραγμάτων γίγνηται". (Πλάτων, Πρωταγόρας 341df greek-language.gr
    Γιατί εγώ ξέρω καλά ότι και ο Σιμωνίδης στη λέξη «δύσκολο» δίνει τη σημασία που της δίνουμε κι εμείς οι άλλοι, δηλαδή όχι κάτι κακό, παρά κάτι που δεν είναι εύκολο, αλλά το πετυχαίνουμε με πολύ κόπο (Μετάφραση: Ηλίας Σπυρόπουλος)
  2. λυπηρός, οδυνηρός, δύσκολος, βαρύς, δυσχερής, που τον αντέχεις δύσκολα, συχνά σε απρόσωπη σύνταξη
    χαλεπόν <ἐστι> τό γῆρας, ὁ μόχθος, ἡ ὀνείδη, χαλεπά τά ἔπεα
    χαλεπόν ληφθῆναι ὁ τόπος : είναι δύσκολο να καταληφθεί αυτή η περιοχή
    τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον: είναι πιο δύσκολο να διατηρήσεις τα πλούτη από το να τα αποκτήσεις
    (Δημοσθένης, Ολυνθιακός Α' @greek-language.gr)
  3. κινδυνώδης, επικίνδυνος
    χαλεποί θεοί ἐναργεῖς φαίνεσθαι : όταν παρουσιάζονται οι θεοί, κάποιος κίνδυνος παραμονεύει
    (Όμηρος, Ιλιάδα, α 131 @greek-language.gr)
    χαλεποί λιμένες, χαλεπή θάλασσα : επικίνδυνα λιμάνια, επικίνδυνα νερά
  4. με ένταση μεγάλη, φοβερός, ισχυρός
    τό χαλεπόν τοῦ πνεύματος : η μεγάλη ένταση του ανέμου
  5. δύσκολος στην πρόσβαση, δύσβατος
    χωρία χαλεπά καὶ πετρώδη
  6. (για πρόσωπα) οργίλος, άγριος, αυστηρός, τραχύς, ιδιότροπος, που είναι πολύ δύσκολο να συνεννοηθείς μαζί του
    χαλεπώτεροι πάροικοι, χαλεπός βασιλεύς

Εκφράσεις

  • χαλεπὰ τὰ καλά :
  • χαλεπὸν ὁ βίος : η ζωή είναι δύσκολη
  • χαλεπώτατα ζῆν: τα φέρνει βόλτα πολύ δύσκολα, σχεδόν δεν τα βγάζει πέρα, μίζερη ζωή
  • χαλεπὸν ἐστί μοι: μου είναι δύσκολο

Συγγενικά

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.