οργίλος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οργίλος < αρχαία ελληνική ὀργή + -ίλος

Επίθετο

οργίλος

  1. οργισμένος
  2. που οργίζεται εύκολα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.