συνεννοούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνεννοούμαι < (ελληνιστική κοινή) συνεννοέω / συνεννοῶ
Ρήμα
συνεννοούμαι (αποθετικό ρήμα)
- συνομιλώ με κάποιον, για να βρούμε μια λύση
- συμφωνώ, ομονοώ
- επικοινωνώ
Εκφράσεις
- συνεννοηθήκαμε; : για έκφραση συγκαλυμμένης απειλής
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνεννοούμαι | συνεννοούμουν | θα συνεννοούμαι | να συνεννοούμαι | ||
| β' ενικ. | συνεννοείσαι | συνεννοούσουν | θα συνεννοείσαι | να συνεννοείσαι | ||
| γ' ενικ. | συνεννοείται | συνεννοούνταν | θα συνεννοείται | να συνεννοείται | ||
| α' πληθ. | συνεννοούμαστε | συνεννοούμασταν συνεννοούμαστε |
θα συνεννοούμαστε | να συνεννοούμαστε | ||
| β' πληθ. | συνεννοείστε | συνεννοούσασταν συνεννοούσαστε |
θα συνεννοείστε | να συνεννοείστε | συνεννοείστε | |
| γ' πληθ. | συνεννοούνται | συνεννοούνταν | θα συνεννοούνται | να συνεννοούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνεννοήθηκα | θα συνεννοηθώ | να συνεννοηθώ | συνεννοηθεί | ||
| β' ενικ. | συνεννοήθηκες | θα συνεννοηθείς | να συνεννοηθείς | συνεννοήσου | ||
| γ' ενικ. | συνεννοήθηκε | θα συνεννοηθεί | να συνεννοηθεί | |||
| α' πληθ. | συνεννοηθήκαμε | θα συνεννοηθούμε | να συνεννοηθούμε | |||
| β' πληθ. | συνεννοηθήκατε | θα συνεννοηθείτε | να συνεννοηθείτε | συνεννοηθείτε | ||
| γ' πληθ. | συνεννοήθηκαν συνεννοηθήκαν(ε) |
θα συνεννοηθούν(ε) | να συνεννοηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συνεννοηθεί | είχα συνεννοηθεί | θα έχω συνεννοηθεί | να έχω συνεννοηθεί | συνεννοημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συνεννοηθεί | είχες συνεννοηθεί | θα έχεις συνεννοηθεί | να έχεις συνεννοηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συνεννοηθεί | είχε συνεννοηθεί | θα έχει συνεννοηθεί | να έχει συνεννοηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνεννοηθεί | είχαμε συνεννοηθεί | θα έχουμε συνεννοηθεί | να έχουμε συνεννοηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συνεννοηθεί | είχατε συνεννοηθεί | θα έχετε συνεννοηθεί | να έχετε συνεννοηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνεννοηθεί | είχαν συνεννοηθεί | θα έχουν συνεννοηθεί | να έχουν συνεννοηθεί | ||
Μεταφράσεις
συνεννοούμαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.