συνεννοούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνεννοούμαι < (ελληνιστική κοινή) συνεννοέω / συνεννοῶ

Ρήμα

συνεννοούμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. συνομιλώ με κάποιον, για να βρούμε μια λύση
  2. συμφωνώ, ομονοώ
  3. επικοινωνώ

Εκφράσεις

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.