χαλεπότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χαλεπότης αἱ χαλεπότητες
      γενική τῆς χαλεπότητος τῶν χαλεποτήτων
      δοτική τῇ χαλεπότητ ταῖς χαλεπότησ(ν)
    αιτιατική τὴν χαλεπότητ τὰς χαλεπότητᾰς
     κλητική ! χαλεπότης χαλεπότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαλεπότητε
γεν-δοτ τοῖν  χαλεποτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλεπότης < χαλεπό(ς) + -της

Ουσιαστικό

χαλεπότης, -ητος

  1. η δυσχέρεια, η μεγάλη δυσκολία
  2. η τραχύτητα, η αγριότητα
  3. (για έδαφος') το δύσβατο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.