φωτογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | φωτογράφος | οι | φωτογράφοι |
| γενική | του/της | φωτογράφου | των | φωτογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | φωτογράφο | τους/τις | φωτογράφους |
| κλητική | φωτογράφε | φωτογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Γάλλος φωτογράφος, Ουταγκάουα Κουνιγιόσι (1798-1861)
Ετυμολογία
- φωτογράφος (μαρτυρείται από το 1871)[1] < φωτογραφ(ία) (αναδρομικός σχηματισμός), λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photographe (< photographie) < φῶς φωτο- + -γράφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.toˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
φωτογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (τέχνη, επάγγελμα) ο επαγγελματίας που έχει ως αντικείμενο τη λήψη φωτογραφιών
- πρόσωπο που ασχολείται με τη λήψη φωτογραφιών
- ο δημιουργός μιας φωτογραφίας
Συγγενικά
- αεροφωτογραφία
- αεροφωτογραφίζω
- αεροφωτογράφος
- αεροφωτογράφιση
- αεροφωτογραφώ
- αφωτογράφητος
- μικροφωτογραφία
- τηλεφωτογραφία
- φωτογραφείο
- φωτογραφία
- φωτογραφίζω
- φωτογραφικός
- φωτογράφιση
- φωτογραφώ
Μεταφράσεις
φωτογράφος
Αναφορές
- σελ. 1096, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.