φωτογραφείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτογραφείο τα φωτογραφεία
      γενική του φωτογραφείου των φωτογραφείων
    αιτιατική το φωτογραφείο τα φωτογραφεία
     κλητική φωτογραφείο φωτογραφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φωτογραφείο στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ

Ετυμολογία

φωτογραφείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φωτογραφεῖον. Μορφολογικά αναλύεται σε φωτογράφ(ος) + -είο[1]

Ουσιαστικό

φωτογραφείο ουδέτερο

  1. το εργαστήριο του φωτογράφου, όπου συχνά παίρνει φωτογραφίες, αλλά και όπου τις τυπώνει
  2. κατάστημα πώλησης φωτογραφικών ειδών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.