αεροφωτογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αεροφωτογραφία | οι | αεροφωτογραφίες |
| γενική | της | αεροφωτογραφίας | των | αεροφωτογραφιών |
| αιτιατική | την | αεροφωτογραφία | τις | αεροφωτογραφίες |
| κλητική | αεροφωτογραφία | αεροφωτογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αεροφωτογραφία στη Νότια Καλιφόρνια των ΗΠΑ
Ετυμολογία
- αεροφωτογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aerophotography < αέρας + φωτογραφία
Ουσιαστικό
αεροφωτογραφία θηλυκό
- φωτογραφία που παίρνεται από ένα αεροπλάνο· (γενικότερα) οποιαδήποτε φωτογραφία που είναι τραβηγμένη στον αέρα
Μεταφράσεις
αεροφωτογραφία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.