φωτογράφιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωτογράφιση | οι | φωτογραφίσεις |
| γενική | της | φωτογράφισης* | των | φωτογραφίσεων |
| αιτιατική | τη | φωτογράφιση | τις | φωτογραφίσεις |
| κλητική | φωτογράφιση | φωτογραφίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φωτογραφίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

στούντιο φωτογράφισης
Ετυμολογία
- φωτογράφιση < φωτογραφίζω + -ση
Ουσιαστικό
φωτογράφιση θηλυκό
- η ενέργεια του φωτογραφίζω (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
- (κατ’ επέκταση) η όλη διαδικασία που απαιτείται για να τραβηχτούν φωτογραφίες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φωτογραφία
- → δείτε τις λέξεις φως και γράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.