φωτογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωτογραφία | οι | φωτογραφίες |
| γενική | της | φωτογραφίας | των | φωτογραφιών |
| αιτιατική | τη | φωτογραφία | τις | φωτογραφίες |
| κλητική | φωτογραφία | φωτογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

από έκθεση φωτογραφίας
Ετυμολογία
- φωτογραφία (μαρτυρείται από το 1871)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photographie < φωτο- + -γραφία (< αρχαία ελληνική φῶς + γράφω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.to.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
φωτογραφία θηλυκό (ο πληθυντικός δόκιμος μόνον για το υλικό αποτύπωμα της φωτογράφισης)
- το υλικό αποτέλεσμα του φωτογραφίζω
- Βγάλε μου μια φωτογραφία!
- (τέχνη) η τέχνη που ασκεί κάποιος με τη φωτογράφιση
- Στο Πνευματικό Κέντρο γίνεται μια ενδιαφέρουσα έκθεση φωτογραφίας.
- Με ενδιαφέρει η φωτογραφία γιατί απαιτεί περισσότερη τέχνη από το βίντεο.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φωτογράφος
Μεταφράσεις
φωτογραφία
|
Αναφορές
- σελ. 1096, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.