λήψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λήψη | οι | λήψεις |
| γενική | της | λήψης* | των | λήψεων |
| αιτιατική | τη | λήψη | τις | λήψεις |
| κλητική | λήψη | λήψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, λήψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λήψη < αρχαία ελληνική λῆψις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.psi/
Ουσιαστικό
λήψη θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.