επαγγελματίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η επαγγελματίας οι επαγγελματίες
      γενική του/της επαγγελματία των επαγγελματιών
    αιτιατική τον/την επαγγελματία τους/τις επαγγελματίες
     κλητική επαγγελματία επαγγελματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαγγελματίας < (επάγγελμα) επαγγελματ- + -ίας

Προφορά

ΔΦΑ : /e.paŋ.ɟel.maˈti.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επαγγελματίας

Ουσιαστικό

επαγγελματίας αρσενικό ή θηλυκό

  1. που ασκεί επάγγελμα
  2. (σε επιθετική λειτουργία) που ασκεί δραστηριότητα με συνέπεια, υπευθυνότητα και επιτυχία
    αν και ερασιτέχνης, έχει πολλές γνώσεις και ψαρεύει σαν επαγγελματίας ψαράς
  3. (μειωτικό) που ασκεί λειτούργημα μόνο και μόνο για υλικές απολαβές
    είναι στυγνός επαγγελματίας

Αντώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.