φωτογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φωτογραφώ < φωτογραφίζω + -ώ < φωτογραφία ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) photographier < photographie < αρχαία ελληνική φῶς + γράφω)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φωτογραφώ | φωτογραφούσα | θα φωτογραφώ | να φωτογραφώ | φωτογραφώντας | |
| β' ενικ. | φωτογραφείς | φωτογραφούσες | θα φωτογραφείς | να φωτογραφείς | (φωτογράφει) | |
| γ' ενικ. | φωτογραφεί | φωτογραφούσε | θα φωτογραφεί | να φωτογραφεί | ||
| α' πληθ. | φωτογραφούμε | φωτογραφούσαμε | θα φωτογραφούμε | να φωτογραφούμε | ||
| β' πληθ. | φωτογραφείτε | φωτογραφούσατε | θα φωτογραφείτε | να φωτογραφείτε | φωτογραφείτε | |
| γ' πληθ. | φωτογραφούν(ε) | φωτογραφούσαν(ε) | θα φωτογραφούν(ε) | να φωτογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φωτογράφησα | θα φωτογραφήσω | να φωτογραφήσω | φωτογραφήσει | ||
| β' ενικ. | φωτογράφησες | θα φωτογραφήσεις | να φωτογραφήσεις | φωτογράφησε | ||
| γ' ενικ. | φωτογράφησε | θα φωτογραφήσει | να φωτογραφήσει | |||
| α' πληθ. | φωτογραφήσαμε | θα φωτογραφήσουμε | να φωτογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | φωτογραφήσατε | θα φωτογραφήσετε | να φωτογραφήσετε | φωτογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | φωτογράφησαν φωτογραφήσαν(ε) |
θα φωτογραφήσουν(ε) | να φωτογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φωτογραφήσει | είχα φωτογραφήσει | θα έχω φωτογραφήσει | να έχω φωτογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φωτογραφήσει | είχες φωτογραφήσει | θα έχεις φωτογραφήσει | να έχεις φωτογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φωτογραφήσει | είχε φωτογραφήσει | θα έχει φωτογραφήσει | να έχει φωτογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φωτογραφήσει | είχαμε φωτογραφήσει | θα έχουμε φωτογραφήσει | να έχουμε φωτογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φωτογραφήσει | είχατε φωτογραφήσει | θα έχετε φωτογραφήσει | να έχετε φωτογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φωτογραφήσει | είχαν φωτογραφήσει | θα έχουν φωτογραφήσει | να έχουν φωτογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
φωτογραφώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.