φρόνιμο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φρόνιμο

  1. αιτιατική ενικού του φρόνιμος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του φρόνιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.