Ηράκλειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Ηράκλειο | τα | Ηράκλεια |
| γενική | του | Ηρακλείου & Ηράκλειου |
των | Ηρακλείων |
| αιτιατική | το | Ηράκλειο | τα | Ηράκλεια |
| κλητική | Ηράκλειο | Ηράκλεια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ηράκλειο < αρχαία ελληνική Ἡράκλειον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈɾa.kli.o/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Η‐ρά‐κλει‐ο
Κύριο όνομα
Ηράκλειο Κρήτης ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
-
Ηράκλειο (αποσαφήνιση) στη Βικιπαίδεια

- Νέο Ηράκλειο (στην Αττική)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.