φρούριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | φρούριον | τὰ | φρούριᾰ |
| γενική | τοῦ | φρουρίου | τῶν | φρουρίων |
| δοτική | τῷ | φρουρίῳ | τοῖς | φρουρίοις |
| αιτιατική | τὸ | φρούριον | τὰ | φρούριᾰ |
| κλητική ὦ! | φρούριον | φρούριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρουρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φρουρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φρούριον, -ου ουδέτερο
- δωρικός τύπος : φρώριον
Πολυλεκτικοί όροι
- Καινὸν φρούριον (τοπωνύμιο)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φρουρός
Πηγές
- φρούριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρούριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.