φρουρά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρουρά οι φρουρές
      γενική της φρουράς των φρουρών
    αιτιατική τη φρουρά τις φρουρές
     κλητική φρουρά φρουρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρουρά < αρχαία ελληνική φρουρά

Ουσιαστικό

φρουρά θηλυκό

  1. στρατιωτική μονάδα ή απόσπασμα στρατιωτών ή αστυνομικών που φρουρεί ένα κτήριο ή μια τοποθεσία ή ένα δημόσιο πρόσωπο
  2. γενιά
    αποσύρεται σιγα σιγά η παλιά φρουρά των πολιτικών

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.