φρουρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φρουρώ < αρχαία ελληνική φρουρέω-φρουρῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾuˈɾo/

Ρήμα

φρουρώ

  1. φυλάσσω ως φρουρός μια τοποθεσία ή ένα πρόσωπο από πιθανές επιθέσεις
  2. παρακολουθώ προσεκτικά κάποιον φυλακισμένο, για να μη δραπετεύσει

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.