φρακτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρακτός η φρακτή το φρακτό
      γενική του φρακτού της φρακτής του φρακτού
    αιτιατική τον φρακτό τη φρακτή το φρακτό
     κλητική φρακτέ φρακτή φρακτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρακτοί οι φρακτές τα φρακτά
      γενική των φρακτών των φρακτών των φρακτών
    αιτιατική τους φρακτούς τις φρακτές τα φρακτά
     κλητική φρακτοί φρακτές φρακτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φρακτός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φρακτός[1] Συγκρίνετε με το φραχτός.

Επίθετο

φρακτός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • φρακτή (θηλυκό, ναυτικός όρος)
  • για τα θέματα φραχ- & φρακ-  δείτε τη λέξη φραχτός

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές




Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φρακτός φρακτή τὸ φρακτόν
      γενική τοῦ φρακτοῦ τῆς φρακτῆς τοῦ φρακτοῦ
      δοτική τῷ φρακτ τῇ φρακτ τῷ φρακτ
    αιτιατική τὸν φρακτόν τὴν φρακτήν τὸ φρακτόν
     κλητική ! φρακτέ φρακτή φρακτόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φρακτοί αἱ φρακταί τὰ φρακτᾰ́
      γενική τῶν φρακτῶν τῶν φρακτῶν τῶν φρακτῶν
      δοτική τοῖς φρακτοῖς ταῖς φρακταῖς τοῖς φρακτοῖς
    αιτιατική τοὺς φρακτούς τὰς φρακτᾱ́ς τὰ φρακτᾰ́
     κλητική ! φρακτοί φρακταί φρακτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φρακτώ τὼ φρακτᾱ́ τὼ φρακτώ
      γεν-δοτ τοῖν φρακτοῖν τοῖν φρακταῖν τοῖν φρακτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φρακτός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φράσσω, θέμα φρακ- + -τός

Επίθετο

φρακτός, -ή, -όν (ρηματικό επίθετο)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φράσσω

Σύνθετα

με -φρακτος

με -φαρκτος

με -φακτος (με αποβολή του -ρ- όταν είναι δεύτερο)

  • ἀδρύφακτος
  • δρύφακτος
  • δρυόφακτος
  • τρύφακτος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.