κατάφρακτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάφρακτος | η | κατάφρακτη | το | κατάφρακτο |
| γενική | του | κατάφρακτου | της | κατάφρακτης | του | κατάφρακτου |
| αιτιατική | τον | κατάφρακτο | την | κατάφρακτη | το | κατάφρακτο |
| κλητική | κατάφρακτε | κατάφρακτη | κατάφρακτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάφρακτοι | οι | κατάφρακτες | τα | κατάφρακτα |
| γενική | των | κατάφρακτων | των | κατάφρακτων | των | κατάφρακτων |
| αιτιατική | τους | κατάφρακτους | τις | κατάφρακτες | τα | κατάφρακτα |
| κλητική | κατάφρακτοι | κατάφρακτες | κατάφρακτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάφρακτος < αρχαιαοελληνικό επίθετο κατάφρακτος και ακόμα παλαιότερα κατάφαρκτος < κατά + φρακτός ή φαρκτός
Επίθετο
κατάφρακτος, -η, -ο
- ο πολύ καλά προστατευμένος από θώρακα, πανοπλία
- ονομασία στρατιωτικών μονάδων των Πάρθων γύρω στο 300 π.Χ.
- ονομασία του βαρέος ιππικού του Βυζαντίου μετά το 900 μ.Χ.
Συνώνυμα
- σιδηρόφραχτος
- ειδικά για τους κατάφρακτους του βυζαντινού στρατού: κλιβανοφόροι: βυζαντινή λέξη για όσους έφεραν κλίβανιο (ειδικό θώρακα)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.