κατάφρακτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάφρακτος η κατάφρακτη το κατάφρακτο
      γενική του κατάφρακτου της κατάφρακτης του κατάφρακτου
    αιτιατική τον κατάφρακτο την κατάφρακτη το κατάφρακτο
     κλητική κατάφρακτε κατάφρακτη κατάφρακτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάφρακτοι οι κατάφρακτες τα κατάφρακτα
      γενική των κατάφρακτων των κατάφρακτων των κατάφρακτων
    αιτιατική τους κατάφρακτους τις κατάφρακτες τα κατάφρακτα
     κλητική κατάφρακτοι κατάφρακτες κατάφρακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατάφρακτος < αρχαιαοελληνικό επίθετο κατάφρακτος και ακόμα παλαιότερα κατάφαρκτος < κατά + φρακτός ή φαρκτός

Επίθετο

κατάφρακτος, -η, -ο

Συνώνυμα

  • σιδηρόφραχτος
  • ειδικά για τους κατάφρακτους του βυζαντινού στρατού: κλιβανοφόροι: βυζαντινή λέξη για όσους έφεραν κλίβανιο (ειδικό θώρακα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.